επισχερώ

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

ἐπισχερώ (Α)
(ποιητ. επίρρ.)
1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.)
2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.)
3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι καὶ ἐπισχερώ ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχερώ (< σχερός «σε μια σειρά»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ενσχερώ, ισχερώ). Το επίρρ. προέρχεται πιθ. από τη δοτ. εν. του επιθέτου (επί σχερῴ)].