εὐρυχαδής

From LSJ
Revision as of 02:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠχᾰδής Medium diacritics: εὐρυχαδής Low diacritics: ευρυχαδής Capitals: ΕΥΡΥΧΑΔΗΣ
Transliteration A: eurychadḗs Transliteration B: eurychadēs Transliteration C: evrychadis Beta Code: eu)ruxadh/s

English (LSJ)

ές, (χανδάνω) A wide-gaping, wide-mouthed, of cups, AP6.305 (Leon.), Luc.Lex.7.

German (Pape)

[Seite 1096] ές, breit klaffend, mit weiter, geräumiger Oeffnung, κύλιξ Leon. Tar. 14 (VI, 305); Luc. Lex. 7. Vgl. εὐρυχανής u. εὐρυχανδής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυχᾰδής: -ές, (√ΧΑΔ, χανδάνω) μεγάλως χαίνων, ἔχων εὐρὺ στόμα, ἐπὶ ποτηρίων, Ἀνθ. Π. 6. 305, Λουκ. Λεξιφ. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui contient largement, large, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χανδάνω.

Greek Monolingual

εὐρυχαδής, -ές (Α)
(για ποτήρι) με πλατύ στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χαδής < θ. χαδ- (πρβλ. έχαδ-ον) του χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω» (πρβλ. εγ-χαδής)].

Greek Monotonic

εὐρυχᾰδής: -ές (χαδεῖν), πλατύστομος, λέγεται για ποτήρια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠχᾰδής: χανδάνω широко разверстый, т. е. вместительный, емкий (ποτήριον Luc.; κύλιξ Anth.).

Middle Liddell

εὐρυχᾰδής, ές χαδεῖν
wide-mouthed, of cups, Anth.