ζυγοστάτης

From LSJ
Revision as of 10:15, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγοστᾰτης Medium diacritics: ζυγοστάτης Low diacritics: ζυγοστάτης Capitals: ΖΥΓΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: zygostátēs Transliteration B: zygostatēs Transliteration C: zygostatis Beta Code: zugosta/ths

English (LSJ)

ου, Dor. -ᾱς, ὁ, A public weigher, Cod.Just.10.73.2 (iv A.D.), Artem.2.37: metaph., ὀρθὸς ὢν ζ., of Zeus, Cerc.4.33.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, der Abwägende, Artemid. 2, 37 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοστάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἵστημι) ζυγιστής, δημόσιος ὑπάλληλος ἐπιβλέπων τὰ σταθμά, Ἀρτεμίδ. 2. 37, Βασιλικ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
préposé aux poids et balances.
Étymologie: ζυγόν, ἵστημι.

Greek Monolingual

ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας)
ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος
αρχ.
μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -στατης (< ίστημι), πρβλ. επι-στάτης, παρα-στάτης].

Greek Monotonic

ζῠγοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), δημόσιος αξιωματούχος που επέβλεπε τα σταθμά, ζυγιστής.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοστάτης: ου (ᾰ) ὁ наблюдающий за весами, весовщик Sext.

Middle Liddell

ζῠγο-στᾰ́της, ου, ἵστημι
a public officer, who looked to the weights.