ημεδαπός

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἡμεδαπός, -ή, -όν)
αυτός που προέρχεται από τη δική μας χώρα, ομοεθνής, εγχώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α' συνθετικό ημεδ- (θ. ημε- του ημείς + -δ- που απαντά και στην κτητική αντων. της αρχ. ιδν. asmad-iya «ημέτερος») και β' συνθετικό -απός (< IE -nkwo-) αντίστοιχο του λατ. -inquos (πρβλ. propinquos «πλησίον, συγγενής»). Κατ' άλλη άποψη, «σύνθετο εκ συναρπαγής» από παλιά αμάρτυρη αφαιρετική ασμεδ- του ημείς (πρβλ. αντίστοιχο αρχ. ινδ. asmad) και την πρόθεση από («από εμάς»)].