ηλιόφιλος

From LSJ
Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και ηλιόφιλη
1. (για φυτά, ζώα κ.λπ.) αυτός που αγαπά τον ήλιο, αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιοχαρής
2. το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ηλιόφιλος
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό της τάξης καπαρώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεό-φιλος, μεγαλό-φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].