καννοπλόκος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Greek Monolingual
καννοπλόκος, ὁ (Α)
καλαθοπλόκος, κατασκευαστής καλαθιών από καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος, στιχοπλόκος.