καλλίπυλος

From LSJ
Revision as of 11:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπῠλος Medium diacritics: καλλίπυλος Low diacritics: καλλίπυλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΥΛΟΣ
Transliteration A: kallípylos Transliteration B: kallipylos Transliteration C: kallipylos Beta Code: kalli/pulos

English (LSJ)

ον, A with beautiful gates, Θήβη Epigr.Gr.993.

German (Pape)

[Seite 1310] schönthorig, Θήβη Asclepiodt. (App. 16).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπῠλος: -ον, ἔχων ὡραίας πύλας, Θήβη Ἀνθ. Π. παράρτ. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles portes.
Étymologie: καλός, πύλη.

Greek Monolingual

καλλίπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίες πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. μεγαλό-πυλος, υψί-πυλος].

Greek Monotonic

καλλίπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει ωραίες πύλες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπῠλος: с прекрасными вратами (Θήβη Anth.).

Middle Liddell

καλλί-πῠλος, ον πύλη
with beautiful gates, Anth.