κεντροφόρος

From LSJ
Revision as of 17:35, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντροφόρος Medium diacritics: κεντροφόρος Low diacritics: κεντροφόρος Capitals: ΚΕΝΤΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kentrophóros Transliteration B: kentrophoros Transliteration C: kentroforos Beta Code: kentrofo/ros

English (LSJ)

ον, A with a sting, Id. s.v. τενθρηδών. 2 Subst., -φόρος, ὁ, = κεντρίνης 1, Opp.H.4.244. II containing the centre of the universe, Porph. ap. Eus.PE3.11.

German (Pape)

[Seite 1418] einen Stachel tragend, Opp. Hal. 4, 244; vom Skorpion, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροφόρος: -ον, ἔχων κέντρον, Ὀππ. Ἁλ. 4. 244.

Greek Monolingual

-ο (Α κεντροφόρος, -ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων της οικογένειας squalidae
αρχ.
1. αυτός που έχει κεντρί
2. το αρσ. ως ουσ.κεντροφόρος
ο κεντρίνης
3. αυτός που αποτελεί το κέντρο της οικουμένης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. βαθμο-φόρος, πυρ-φόρος. Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centrophorus].