κεραυνοφαής

From LSJ
Revision as of 12:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοφᾰής Medium diacritics: κεραυνοφαής Low diacritics: κεραυνοφαής Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΦΑΗΣ
Transliteration A: keraunophaḗs Transliteration B: keraunophaēs Transliteration C: keravnofais Beta Code: keraunofah/s

English (LSJ)

ές, A flashing like lightning, πῦρ E.Tr.1103.

German (Pape)

[Seite 1423] ές, wie der Blitz leuchtend, πῦρ Eur. Tr. 1103.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοφᾰής: -ές, λάμπων ὡς κεραυνός, Εὐρ. Τρῳ. 1103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant comme la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φάος.

Greek Monolingual

κεραυνοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει σαν κεραυνός («κεραυνοφαὲς πῡρ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτι-φαής, κεραυνο-φαής].

Greek Monotonic

κεραυνοφαής: -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεραυνός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοφαής: яркий как молния (πῦρ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοφαής -ες [κεραυνός, φάος] flitsend als de bliksem.

Middle Liddell

κεραυνο-φαής, ές φάος
flashing like thunder, Eur.