κοσμοποιός

From LSJ
Revision as of 15:28, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοποιός Medium diacritics: κοσμοποιός Low diacritics: κοσμοποιός Capitals: ΚΟΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kosmopoiós Transliteration B: kosmopoios Transliteration C: kosmopoios Beta Code: kosmopoio/s

English (LSJ)

όν, A creating the world, Placit.1.25.3, Dam.Pr.309, al.; θεός Theol.Ar.43: Subst. -ποιός, , creator, Ph.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τὸν κόσμον, Παρμενίδ. παρὰ Πλουτ. 2. 884Ε.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui crée le monde.
Étymologie: κόσμος, ποιέω.

Greek Monolingual

κοσμοποιός, -oν (ΑM)
αυτός που δημιουργεί τον κόσμο («κοσμοποιὸς Θεός», Θεολ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κοσμοποιός
ο πλάστης του κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ζωο-ποιός, θεο-ποιός.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοποιός: творящий вселенную, созидающий мир (ἀνάγκη Plut.).