λεοντοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντοκέφᾰλος Medium diacritics: λεοντοκέφαλος Low diacritics: λεοντοκέφαλος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: leontoképhalos Transliteration B: leontokephalos Transliteration C: leontokefalos Beta Code: leontoke/falos

English (LSJ)

ον, A lion-headed, παραιετίδες, of gargoyles, IG22.1627.303, prob. in 1666 B 19,29, cf. Luc.Herm.44:—also λεοντο-κεφᾰλή, ἡ, lion-headed gargoyle, SIG 241.107, 117 (Delph., iv B.C., in Dor. form -ά), IG42(1).102.294, 303 (Epid.).

German (Pape)

[Seite 28] löwenköpfig; Att. Seew. p. 407; Luc. Hermot. 44.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοκέφᾰλος: -ον, ἔχων κεφαλὴν λέοντος, Λουκ. Ἑρμότ. 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de lion.
Étymologie: λέων, κεφαλή.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεοντοκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού («κυνοκεφάλους τινὰς ὄντας καὶ λεοντοκεφάλους ἀνθρώπους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος, κυνο-κέφαλος.

Greek Monotonic

λεοντοκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

λεοντοκέφᾰλος: львиноголовый Luc.

Middle Liddell

λεοντο-κέφᾰλος, ον κεφαλή
lion-headed, Luc.