λινοκαλάμι
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek Monolingual
και λινοκάλαμο, το (AM λινοκαλάμη, ἡ, Μ και λινοκάλαμον, τὸ)
το λινάρι
μσν.-αρχ.
το άχυρο του λίνου, που χρησιμοποιούνταν για στέγαση καλύβας («καὶ ἔκρυψεν αὐτοὺς ἐν τῇ λινοκαλάμη τῇ ἐστοιβασμένῃ αὐτῇ ἐπὶ τοῦ δώματος», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + καλάμι, υποκορ. του κάλαμος/ καλάμη. Ο τ. λινοκάλαμο με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. αγριάμπελο)].