λυτρών
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
-ῶνος, ὁ, = ἀπόπατος 2, LXX 4Ki. 10.27, AB 433.
Greek (Liddell-Scott)
λυτρών: -ῶνος, ὁ, ἀπόπατος, «ἀπόπατον καὶ κοπρῶνα λέγουσιν. ὁ δὲ ἀφεδρὼν καὶ λυτρὼν βάρβαρα» Α. Β. 433, 16.
Greek Monolingual
λυτρών, -ῶνος, ὁ (Α)
αφοδευτήριο, απόπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυ- του λύω + επίθημα -τρών (πρβλ. λου-τρών, πε-τρών)].