μελάγχολος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, A dipped in black bile, ἰοί S.Tr.573.
German (Pape)
[Seite 118] mit schwarzer Galle bestrichen, ἰοί, Soph. Trach. 570.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχολος: -ον, (χολὴ) ὁ εἰς μέλαιναν χολὴν βεβαπτισμένος, «βουτημένος», ἰοὶ Σοφ. Τρ. 573.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enduit d’un fiel noir.
Étymologie: μέλας, χολή.
Greek Monolingual
μελάγχολος, -ον (Α)
(για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χολή (πρβλ. πικρό-χολος)].
Greek Monotonic
μελάγχολος: -ον (χολή), βουτηγμένος σε μαύρη χολή, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μελάγχολος: омоченный в черной желчи (ἰοί Soph.).