ψευδηγόρος

From LSJ
Revision as of 16:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδηγόρος Medium diacritics: ψευδηγόρος Low diacritics: ψευδηγόρος Capitals: ΨΕΥΔΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: pseudēgóros Transliteration B: pseudēgoros Transliteration C: psevdigoros Beta Code: yeudh/goros

English (LSJ)

(parox.), ον, A speaking falsely, lying, Lyc.1455.

German (Pape)

[Seite 1393] falsch, unwahr redend, lügend, lügenhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδηγόρος: -ον, ὁ λέγων ψεύδη, ψευδολόγος, Λυκόφρ. 1455, Ἀνθ. Π. 1. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit des faussetés, menteur.
Étymologie: ψεῦδος, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που λέει ψέματα.
επίρρ...
ψευδηγόρως ΜΑ
με ψεύτικα λόγια, με ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ηγόρος (< ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ψευδηγόρος: -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει ψευδώς, ψευδολόγος, ψεύτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ψευδηγόρος: ὁ лжец Anth.

Middle Liddell

ψευδ-ηγόρος, ον, ἀγορεύω
speaking falsely, Anth.