ψέλιο

From LSJ
Revision as of 13:05, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α
κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό του χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι
νεοελλ.
1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους δακτυλίους που περιβάλλουν κατά διαστήματα και συγκρατούν την κάννη και το κοντάκιο φορητού όπλου
2. ναυτ. μεταλλικός δακτύλιος ο οποίος τοποθετείται στο ομμάτιο ιστίου
3. (κατ' επέκτ.) καθετί που έχει αυτό το σχήμα, κρίκος
αρχ.
1. πιθ. είδος μεταλλικού εργαλείου για αγροτικές εργασίες
2. αστρονομικό όργανο αποτελούμενο από κρίκο που παρίστανε τον ισημερινό
3. (ως μτγν. τ. του ψάλιον) χαλινός
4. (κατά τον Αμμων. Επιγρ.) «οἱ Δωριεῑς ψέλλιον καλοῦσι τὸ ἄκρον
ὅθεν καὶ ἡμεῑς τὴν ἐπ' ἄκρων χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὤς φησι Τρύφων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του ψάλιον (πρβλ. ψαλίς: ψελίς). Για ετυμολ. βλ. λ. ψαλίδα, ψάλιον και ψαλόν].