ψέμα

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

το / ψεῡσμα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ψεύμα Ν, ψεῡμα ΜΑ
ψεύδος
νεοελλ.
φρ. α) «τέλειωσαν [ή σώθηκαν] τα ψέματα» — η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια
β) «ψέμα με ουρά»
i) χονδροειδές ψέμα
ii) πολλά και συνεχή ψέματα
γ) «με τα ψέματα» — με ασήμαντα μέσα ή προσόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψεῦσμα < ψεύδομαι (πρβλ. ψεύστης), ενώ οι τ. ψεύμα και ψέμα (πρβλ. ρεύμα: ρέμα) από αρχ. ψεῦσμα με αποβολή του -σ- (πρβλ. ψεύστης: ψεύτης)].