καπνοδόχος

From LSJ
Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνοδόχος Medium diacritics: καπνοδόχος Low diacritics: καπνοδόχος Capitals: ΚΑΠΝΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: kapnodóchos Transliteration B: kapnodochos Transliteration C: kapnodochos Beta Code: kapnodo/xos

English (LSJ)

ον, A receiving smoke, ib.

German (Pape)

[Seite 1323] den Rauch auffangend?

Greek Monolingual

-ο (Α καπνοδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται καπνό
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η καπνοδόχος
κτιστός ή μετάλλινος σωλήνας, συνήθως κατακόρυφος, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση τών αερίων από τις καύσεις στις εστίες και στους λέβητες, η καμινάδα
αρχ.
η καπνοδόκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. αιμο-δόχος, οινο-δόχος].