καραβοστάσι

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

το
μέρος της θάλασσας κοντά στην ακτή κατάλληλο για προσωρινή παραμονή τών πλοίων, αγκυροβόλιο, αραξοβόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + στάσι (< -στάσιον < ασθενές θ. στᾰ- του -στη-μι), πρβλ. εικονο-στάσι, λιο-στάσι].