κοινογενής

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινογενής Medium diacritics: κοινογενής Low diacritics: κοινογενής Capitals: ΚΟΙΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: koinogenḗs Transliteration B: koinogenēs Transliteration C: koinogenis Beta Code: koinogenh/s

English (LSJ)

ές, A hybridizing, opp. ἰδιογενής, φύσις Pl.Plt.265e.

German (Pape)

[Seite 1468] ές, gemeinschaftlich erzeugt, aus der Gemeinschaft zweier verschiedener Gattungen entsprungen, φύσις Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογενής.

Greek (Liddell-Scott)

κοινογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς μίξεως δύο διαφόρων γενῶν, ἀντίθετ. τῷ ἰδιογενής, Πλάτ. Πολιτ. 265E· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

κοινογενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε από την ένωση δύο διαφορετικών γενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γενής (< γένος), πρβλ. παγ-γενής, συγ-γενής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινογενής -ές [κοινός, γένος] hybride:. ἐπιμέλεια … κοινογενοῦς φύσεως toezicht op fokken van kruisingen Plat. Plt. 265e.

Russian (Dvoretsky)

κοινογενής: происходящий от разных пород, смешанный (φύσις Plat.).