κοκκινοβαφής

From LSJ
Revision as of 13:41, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκῐνοβᾰφής Medium diacritics: κοκκινοβαφής Low diacritics: κοκκινοβαφής Capitals: ΚΟΚΚΙΝΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: kokkinobaphḗs Transliteration B: kokkinobaphēs Transliteration C: kokkinovafis Beta Code: kokkinobafh/s

English (LSJ)

ές, A = κοκκοβαφής, Callix.2:—also κοκκῐνό-βᾰφος, ον, Sch. rec.Pi.O.6.66.

German (Pape)

[Seite 1471] ές, scharlachroth gefärbt; Ath. V, 196 b; bei Schol. pind. Ol. 6, 66 κοκκινόβαφος

Greek (Liddell-Scott)

κοκκῐνοβᾰφής: -ές, = κοκκοβαφής, Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 196Β· ― ὡσαύτως -βαφος, ον, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 66.

Greek Monolingual

-ές (AM κοκκινοβαφής, -ές)
ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κοκκινοβαμμένος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. λευκο-βαφής, χρυσο-βαφής].