μηνιάτικος

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο μηνιαίος
2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικο
α) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα»)
β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. γαμπρ-ιάτικος, λαμπρ-ιάτικος)].