ἐρυσάρματες

From LSJ
Revision as of 16:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠσάρμᾰτες Medium diacritics: ἐρυσάρματες Low diacritics: ερυσάρματες Capitals: ΕΡΥΣΑΡΜΑΤΕΣ
Transliteration A: erysármates Transliteration B: erysarmates Transliteration C: erysarmates Beta Code: e)rusa/rmates

English (LSJ)

acc. -ᾰτας, nom. and acc. pl., with no sg. in use, A chariot-drawing, ἵπποι Il.15.354, 16.370, Hes.Sc.369.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυσάρμᾰτες: αἰτ. -ᾰτας. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἄνευ ἑνικ. ἐν χρήσει, οἱ τὰ ἅρματα σύροντες, ἐρυσάρματες ἵπποι, ἐρυσάρματας ἵππους Ἰλ. Ο. 354, Π. 370, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 369. Πρβλ. Λοβεκκ. Παραλ. 179.

French (Bailly abrégé)

(οἱ) :
qui traînent un char.
Étymologie: ἐρύω, ἅρμα.

Greek Monolingual

ἐρυσάρματες, οἱ (Α)
αυτοί που σύρουν το άρμαἐρυσάρματες ἵπποι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (I) (πρβλ. ερύα-ω, είρυσ-α) + άρμα, -ατός].

Greek Monotonic

ἐρῠσάρμᾰτες: αιτ. -ᾰτας, (ἐρύω, ἅρμα), χωρίς ενικ. σε χρήση, αυτοί που σύρουν το άρμα, λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῠσάρμᾰτες: acc. ας adj. pl. влекущие колесницу, т. е. упряжные (ἵπποι Hom., Hes.).

Middle Liddell

ἐρύω, ἅρμα [no sg. in use,]
chariot-drawing, of horses, Il.