ἰσόβοιος

From LSJ
Revision as of 16:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόβοιος Medium diacritics: ἰσόβοιος Low diacritics: ισόβοιος Capitals: ΙΣΟΒΟΙΟΣ
Transliteration A: isóboios Transliteration B: isoboios Transliteration C: isovoios Beta Code: i)so/boios

English (LSJ)

ον, (βοῦς) A worth an ox, Hsch. s.v. ἀντίβοιος. II ἰσόβοιον, τό, a poppy-like flower, Id.

German (Pape)

[Seite 1264] einem Ochsen gleich an Werth, Erkl. von ἀντίβοιος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόβοιος: -ον, (βοῦς) ἔχων ἀξίαν ἑνὸς βοός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίβοιος. ΙΙ. ἰσόβοιον, τό, «ἄνθος ὅμοιον μήκωνι», δηλ. ὅμοιον μὲ «παπαροῦναν», Ἡσύχ. ἐνλέξει.

Greek Monolingual

ἰσόβοιος -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού
2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιον
άνθος με μήκωνα (παπαρούνα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσί-βοιος, μυριό-βοιος].