ἵππαιχμος
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ον, A fighting on horseback, equestrian, Pi.N.1.17.
German (Pape)
[Seite 1257] zu Pferde kämpfend, λαός, Pind. N. 1, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἵππαιχμος: -ον, ὁ μαχόμενος ἀπὸ ἵππου, ἕφιππος πολεμιστής, Πινδ. Ν. 1. 25.
English (Slater)
ἵππαιχμος
1 of armed horsemen ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.17)
Greek Monolingual
ἵππαιχμος, -ον (Α)
αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ-αιχμος, σύν-αιχμος].
Russian (Dvoretsky)
ἵππαιχμος: ὁ сражающийся верхом, конный (λαός Pind.).