ισχναίνω

From LSJ
Revision as of 10:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχναίνω)
κάνω κάποιον ισχνό, λεπτύνω, λιγοστεύω
νεοελλ.
γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω
αρχ.
1. (για ταρίχευση) αποξηραίνω, στεγνώνω
2. αφαιρώ τα περιττά, εκλεπτύνω, εξευγενίζω
3. (για σωματικό πόνο) ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω
4. παθ. ἰσχναίνομαι
υφίσταμαι ίσχνανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + κατάλ. -αίνω (πρβλ. γλυκ-αίνω, λευκ-αίνω)].