μελωδός

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source

Greek Monolingual

ο, η (ΑM μελῳδός, -όν)
ως ουσ.
1. αοιδός, τραγουδιστής
2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του
2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο μελωδός»)
νεοελλ.
μουσικοσυνθέτης, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός («μελῳδοῑς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. κωμ-ωδός, τραγ-ωδός)].