ἀλλεπάλληλος

From LSJ
Revision as of 10:58, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλεπάλληλος Medium diacritics: ἀλλεπάλληλος Low diacritics: αλλεπάλληλος Capitals: ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΟΣ
Transliteration A: allepállēlos Transliteration B: allepallēlos Transliteration C: allepallilos Beta Code: a)llepa/llhlos

English (LSJ)

ον, one upon another, successive, ῥανίδες EM 702.20; νῆσσαι Sch. Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συνομ-ήλικες) EM 291.37; τὸ ἀ. accumulation, Paus. 9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett.Val. 331.22; constantly changing, ἀποτελέσματα 243.29. Adv. ἀλλεπαλλήλως in varied style, 272.23; — also, in layers, of stones, Arg. E. Ph.; — perh. to be written divisim ἄλλ' ἐπ., Alciphr. Fr. 6.11.

German (Pape)

[Seite 102] Eins auf's Andere gehäuft, Paus. 9, 39, 4; bes. Gramm., B. A. 1192.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλεπάλληλος: -ον, ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου, τὸ ἀλλεπ-, ἐπισώρευσις, Παυσ. 9. 39, 4, Γραμμ.: ἀμοιβαῖος Ἐκκλ. - Ἀλλ’ ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἐξαιρέσει τῶν μεταγεν. συγγραφ. οἱ ἐκδόται γράφουσι διακεκριμένως ἀλλ’ ἐπ., ἴδε Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 6, 11, Heinichen Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 2. 6.

Spanish (DGE)

-ον
I 1uno detrás de otro, sucesivo λιτουργήσας ἀλλεπαλλήλους χρείας βαρυτάτας habiendo sido designado sucesivamente para las más pesadas liturgias, PSI 1103.5 (II a.C.), κακοί Vett.Val.266.2, cf. 275.32, ῥανίδες EM 702.20G., νῆσσαι Sch.Arat.980M., κτύπον Sch.A.Ch.426
τὸ ἀ. lo ininterrumpido c. gen. πολέμων Paus.9.39.4.
2 gram. acumulativo σύνθεσις EM 291.37G.
subst. τὸ ἀ. acumulación τῶν διχρόων Eust.149.10.
II astrol. alternativo δρόμοι Vett.Val.331.22, ἀποτελέσματα Vett.Val.243.29.
III adv. -ως
1 en capas de piedras, E.Ph.argumen. (Nauck (T) II p.393).
2 sucesivamente Epiph.Const.Ep.Arab. en Haer.78.4 (p.455.6), συγκοσμῆσαι βουλόμενος ἀ. Vett.Val.272.23, cf. EM 85.46.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλεπάλληλος, -ον)
ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός
αρχ.
1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον
3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως
κατά σωρούς, σωρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος + ἐπάλληλος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλλεπαλληλία].