match
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English > Greek (Woodhouse)
substantive
a match for: use adj., P. ἀντίπαλος (dat.), ἐνάμιλλος (dat.).
in fighting: also use P. ἀξιόμαχος (dat.).
lightly armed I would be a match for you in full panoply: V. κἂν ψιλὸς ἀρκέσαιμι σοί γ' ὡπλισμένῳ (Soph., Ajax 1123).
unaided we are a match for our enemies: P. αὑτοὶ ἀρκοῦμεν πρὸς τοὺς πολεμίους (Thuc. 6, 84).
contest: P. and V. ἀγών, ὁ, ἅμιλλα, ἡ, V. πάλαισμα, τό, ἆθλος, ὁ; see contest.
union by marriage: P. and V. κῆδος, τό, κήδευμα, τό, κηδεία, ἡ.
verb transitive
equal: P. and V. ἰσοῦσθαι (dat.), ἐξισοῦσθαι (dat.), P. ἰσάζεσθαι (dat.).
be like: P. and V. ὁμοιοῦσθαι (dat.), ἐξομοιοῦσθαι (dat.).
engage, bring into conflict: P. and V. ἀντιτάσσειν, P. συμβάλλειν, V. συνάγειν, συνάπτειν, συμφέρειν, Ar. and V. ἀντιτιθέναι.
be matched against: P. and V. ἀντιτάσσεσθαι (dat. or πρός, acc.).
well matched, adj.: P. and V. ἰσόρροπος.
he who has come to match her powers: V. ὃς δ' ἦλθεν ἐπὶ τἀντίπαλον (Eur., Bacchae 278).
set one thing against another (as equivalent): P. and V. ἀντιτιθέναι (τί τινος).
Absol., tally: P. and V. συμβαίνειν, συντρέχειν, συμπίπτειν, V. συμβάλλεσθαι, συμπίτνειν, συγκόλλως ἔχειν.