ήρης
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
an Adj. termin., 1 from ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης. 2 from ἐρε- (ἐρέ-της), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc. 3 prob. from (ϝ) ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).
Greek (Liddell-Scott)
ήρης: ἐπίθετ. κατάληξις. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς φρενήρης, ἐρίηρες, θυμαρής. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ (ἐρέσσω), ὡς ἀμφ-ήρης, ἁλι-ήρης· -τρι-ήρης, τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. διήρης, Gr. Et. ἀρ. 492.
Greek Monotonic
ήρης: κατάληξη επιθέτων.
1. από το ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, όπως το ἐρι-ήρης, θυμ-ᾱρής.
2. από το ἐρ-έσσω, όπως το ἀμφ-ήρης, ἁλι-ήρης, τρι-ήρης, κ.λπ.