θεραπήϊος

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπήϊος Medium diacritics: θεραπήϊος Low diacritics: θεραπήϊος Capitals: ΘΕΡΑΠΗΪΟΣ
Transliteration A: therapḗïos Transliteration B: therapēios Transliteration C: therapiios Beta Code: qeraph/i+os

English (LSJ)

α, ον, Ion. and poet. for θεραπευτικός, in neut. pl. A -ήϊα, νούσων AP7.158.8:— fem. θεραπηΐς, ΐδος, Orac. ap. Jul.Ep.88b.

German (Pape)

[Seite 1200] poet., = θεραπευτικός; θεραπήϊα, Heilmittel, Heilung, Ep. ad. 579 (VII, 158).

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπήϊος: -α, -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ θεραπευτικός, Ἀνθ. Π. 7. 158· θηλ. θεραπηΐς, ΐδος, Χρησμ. παρ’ Ἰουλιαν. 451Β.

Greek Monolingual

θεραπήϊος, -ΐα, -ον (Α)
(ιων. και ποιητ. τ.)
1. θεραπευτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεραπήια
τα γιατρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπεύω, + ιων. καταλ. ήιος που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε -εύς (πρβλ. βασιλ-ευς > βασιλ-ήιος), αργότερα η χρήση της επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες λέξεων μεταξύ τών οποίων είναι και τα ρ. σε -ευώ].

Greek Monotonic

θερᾰπήϊος: -α, -ον, Ιων. αντί θεραπευτικός, σε Ανθ. Π.