περισπερχέω

Revision as of 20:08, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. περισπέρχω.

German (Pape)

[Seite 592] bei Her. 7, 207, Λοκρῶν περισπερχεόντων τῇ γνώμῃ, da die Lokrer über diese Meinung sehr in Bewegung geriethen, = περισπερχέων ὄντων, was Schäfer Mel. p. 69 bezweifelt; Valcken. vermuthet περισπερχθέντων.

Greek (Liddell-Scott)

περισπερχέω: παρ’ Ἡροδ. 7. 207, Λοκρῶν περισπερχεόντων τῇ γνώμῃ, ἐπειδὴ οἱ Λοκροὶ μεγάλως ὠργίσθησαν ἕνεκα ταύτης..., ― ὥστελέξις εἶναι = τῷ περισπερχής εἰμι· ― ἀλλ’ ἡ λέξις εἶναι ἀμφίβολος· διότι τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος ὁ Ἡρόδ. χρῆται ἀείποτε τῷ παθ. τύπῳ σπέρχομαι· ἐντεῦθεν ὁ Valk. προὔτεινε περισπερχθέντων.

French (Bailly abrégé)

part. prés. περισπερχέων;
être fort agité, très ému de, τινι.
Étymologie: περισπερχής.

Greek Monotonic

περισπερχέω: είμαι πολύ οργισμένος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περισπερχέω: (только part. praes.) быть раздраженным, досадовать, негодовать: Φωκέων περισπερχθέντων (v. l. περισπερχεόντων) τῇ τνώμῃ ταύτῃ Her. так как фокейцы вознегодовали на это предложение.

Middle Liddell


to be much angered, Hdt. [from περισπερχής