ἐπικοπή

From LSJ
Revision as of 09:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικοπή Medium diacritics: ἐπικοπή Low diacritics: επικοπή Capitals: ΕΠΙΚΟΠΗ
Transliteration A: epikopḗ Transliteration B: epikopē Transliteration C: epikopi Beta Code: e)pikoph/

English (LSJ)

ἡ, A cutting close, pollarding, of trees, Thphr.CP5.17.3. 2. cutting down, felling, μιᾶς ἐπικοπῆς εἶναι fall by a single blow, D.C.38.50, 49.29 (owing to f.l. in Th.5.103). 3. in building, dressing, trimming face of blocks of masonry, ἐπικόπτων τὰς ἐπικοπάς BCH35.43 (Delos), cf. IG 7.3073.71 (Lebad.); ἐ. στρωτήρων ib.4.1484.235 (Epid.). II. interruption, Philostr.VS2.30.

German (Pape)

[Seite 951] ἡ, das Beschneiden, Köpfen der Bäume, Theophr.; der Schlag, neben τραύματα, Dio Cass. 49, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικοπή: ἡ, ἐπικοπὴ εἶναι ὅταν τις κόψῃ τοὺς κλάδους δένδρου καὶ καταλίπῃ μόνον τὸ στέλεχος, «καλοῦσι δὲ ἐπικοπὴν ὅταν ἀφαιρεθείσης τῆς κόμης ἐπικόψῃ τις τὸ ἄκρον» Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5, 17, 3· μιᾶς ἐπικοπῆς, μὲ ἓν κτύπημα, Δίων Κ. 38. 50., 49. 29.

Greek Monolingual

ἐπικοπή, ἡ (Α) επικόπτω
1. κόψιμο, αποκοπή
2. (ειδ.) κλάδεμα δέντρων
3. χτύπημα για να αποκόψει κανείς κάτι
4. κόψιμο δέντρων, υλοτομία
5. (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη πλευρά
6. εμπόδιο, κώλυμα.