επικόπτω

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

ἐπικόπτω (Α) κόπτω
1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να το σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῦν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.)
2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές
3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος
4. κόβω, χαράζω ξανά («ἐπικόπτουσιν ἀποτριβέντα», Στράβ.)
5. χαράζω με χτύπημα πάνω σε νόμισμα
6. ανακόπτω, καταστέλλω («φιληδονίαν ἐπικόπτων ἀκόλαστον», Πλούτ.)
7. (για πρόσ.) ταπεινώνω («ὁ δὲ Περσῶν βασιλεύς... τοὺς πεφρονηματισμένους... ἐπέκοπτε πολλάκις», Αριστοτ.)
8. επικρίνω, κατηγορώ, επιτιμώ, ψέγω
9. ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω
10. βλάπτω, ζημιώνω, εξασθενίζω
11. μέσ. επικόπτομαι
θρηνώ, οδύρομαι («ἔκρυψα πέπλοις κἀπεκοψάμην νεκρόν», Ευρ.).