σύμπηκτος

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπηκτος Medium diacritics: σύμπηκτος Low diacritics: σύμπηκτος Capitals: ΣΥΜΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmpēktos Transliteration B: sympēktos Transliteration C: sympiktos Beta Code: su/mphktos

English (LSJ)

ον, A put together, constructed, framed, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Hdt.4.190; πλαίσια ξ. compact, f.l. for ξύμπτυκτα in Ar.Ra. 800. 2 curdled, σ. γάλα Philox.2.36.

German (Pape)

[Seite 987] zusammengefügt; Ar. Ran. 800; ἔκ τινος, Her. 4, 190; γάλα, geronnen, Philox. bei Ath. IV, 147 e.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπηκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) εἶναι διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον γάλα, πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
solidement assemblé, solidement construit ; compact.
Étymologie: συμπήγνυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμπηκτος, -ον, ΝΑ συμπήγνυμι
πηχτός, πηγμένος («γάλα σύμπηκτον», Φιλόξ.)
αρχ.
1. ο μαζί με άλλον συγκροτημένος, μαζί κατασκευασμένος
2. στερεός, συμπαγής.

Greek Monotonic

σύμπηκτος: -ον, αυτός που έχει στερεωθεί, που έχει συναρμοστεί, κατασκευαστεί, πηγμένος, συμπαγής, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σύμπηκτος:
1) сколоченный, сложенный, построенный (ἔκ τινος Her.);
2) плотный, твердый (πλαίσια Arph. - v.l. ξύμπτυκτος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμπηκτος -ον [συμπήγνυμι] in elkaar gezet, gebouwd.

Middle Liddell

σύμ-πηκτος, ον,
put together, constructed, framed, Hdt., Ar.