ἀνάκλησις

From LSJ
Revision as of 19:39, 7 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκλησις Medium diacritics: ἀνάκλησις Low diacritics: ανάκλησις Capitals: ΑΝΑΚΛΗΣΙΣ
Transliteration A: anáklēsis Transliteration B: anaklēsis Transliteration C: anaklisis Beta Code: a)na/klhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀνακαλέω)
A calling on, invocation, θεῶν Th.7.71; salutation, address, Plu.2.35a.
2 calling aloud, οἱ βάτραχοι . . ἀνακλήσεσι χρῶνται ib.982e; ζητεῖν τινα μετ' ἀνακλήσεως Nymphis 9.
II recalling, ἀ. θέρμης ποιέεσθαι Aret.CD 2.7, cf. SD 2.12: metaph., ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητά Porph.Marc.10.
2 restoration, revival, Aret.SA1.6, cf. SD1.7.
3 retreat, ἀ. σάλπιγγι σημαίνειν Plu.Fab.12, cf. Alex.33, Onos.10.2.

German (Pape)

[Seite 192] ἡ, das Anrufen, θεῶν Thuc. 7, 71; Plut. Rom. 29; das Zurückrufen, zum Rückzug, Plut. Fab. Max. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκλησις: -εως, ἡ, (ἀνακαλέω) ἐπίκλησις, θεῶν Θουκ. 7. 71· χαιρετισμός, προσαγόρευσις, Πλούτ. 2. 35Α. 2) συνεχὲς ἐπίφθεγμα, οἱ βάτραχοι περὶ τὰς ὀχείας ἀνακλήσεσι χρῶνται αὐτόθι 982D. ΙΙ. ἐπανάκλησις, ἀνάκλησιν θέρμης ποιέεται Ἀρετ. Θερ. Χρον. Παθ. 2. 7, πρβλ. Αἴτ. 2. 12. 2) ἀποκατάστασις, ἀνάληψις, ἀνάρρωσις, ὁ αὐτὸς π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, πρβλ. π. Χρον. Παθ. 1. 7. 3) ἀνάκλησις, ἀνάκλ. σάλπιγγι σημαίνειν, = τὸ ἀνακλητικὸν σημαίνειν Πλουτ. Φάβ. 12, πρβλ. Ἀλέξ. 33.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 invocation;
2 salut;
3 rappel, signal de retraite d’une troupe.
Étymologie: ἀνακαλέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1invocación θεῶν Th.7.71
salutación Plu.2.35a.
2 llamada a gritos, grito ζητεῖν ... αὐτὸν μετὰ ... ἀνακλήσεως Nymphis 5, οἱ ... βάτραχοι ... ἀνακλήσεσι χρῶνται Plu.2.982e.
II retirada ἀνάκλησιν ... θέρμης ποιέεται Aret.CD 2.7.3, cf. SD 2.12.10, fig. ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητά Porph.Marc.10
milit. retirada τῇ σάλπιγγι σημήνας ἀνάκλησιν Plu.Fab.12, cf. Alex.33, Onas.10.2.
III reanimación, recuperación Aret.SD 1.6.2.

Greek Monotonic

ἀνάκλησις: -εως, ἡ (ἀνακαλέω),
I. κάλεσμα, πρόσκληση, επίκληση, θεῶν, σε Θουκ.
II. επανάκληση· υποχώρηση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκλησις: εως ἡ
1) взывание, зов, призыв (θεῶν Thuc., Plut.; ἀ. ἀλλήλων Plut.): τῇ σαλπίγγι σημῇνας ἀνάκλησιν Plut. дав трубный сигнал к отступлению;
2) обращение (δεξιώσεις καὶ ἀνακλήσεις Plut.).

Middle Liddell

ἀνακαλέω
I. a calling on, invocation, θεῶν Thuc.
II. a recalling: retreat, Plut.

English (Woodhouse)

invocation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)