ἔκπυρος

From LSJ
Revision as of 19:00, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπῠρος Medium diacritics: ἔκπυρος Low diacritics: έκπυρος Capitals: ΕΚΠΥΡΟΣ
Transliteration A: ékpyros Transliteration B: ekpyros Transliteration C: ekpyros Beta Code: e)/kpuros

English (LSJ)

ον, A burning hot, Str.15.1.26, v.l. in Hdt.4.73; σῶμα Sor.2.54 : metaph., ἵππου βλέμμα Poll.1.192 : neut. pl. as Adv., τί μ' ἔκπυρα λούεις; AP5.81 (v.l. for ἔμπ-).

German (Pape)

[Seite 777] entzündet, brennend heiß, χώρα Strab. XV p. 697; Theophr. vom Winde; ἔκπυρα λούειν, adverbial, Ep. ad. 64 (V, 82); auch ἐκπύρως, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπῠρος: -ον, (πῦρ) θερμότατος, καυστικός, καίων, Θεοφρ. π. Φυτ: Αἰτ. 2. 19, 4, Στράβων 697· φλογερός, Μάξ. Τύρ. τ. 2. σ. 2, 21· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., τί μ’ ἔκπυρα λούεις; Ἀνθ. Π. 5. 82.

Spanish (DGE)

(ἔκπῠρος) -ον
I 1caliente, que quema πολλῷ γὰρ ἐκπυρώτερος ὁ τόπος Thphr.Vent.14, ἡ χώρα Str.15.1.26, 32, ἀήρ Str.15.3.10, ἥλιος Archig. en Orib.Syn.3.144, ἀναθυμίασις Gal.19.299, τὸ ἀγγεῖον Gal.12.732, cf. Mac.Aeg.Serm.B 4.5.1, Hom.40.7, οἱ ἄνω οὐρανοί, ἔκπυροι ὄντες τὴν φύσιν Corp.Herm.Fr.25.12.
2 que arde fácilmente (ξύλα) ἔκπυρά ἐστι καὶ εὔκλαστα Ath.Mech.18.1.
3 medic. febril μήτρα Sor.4.2.89.
II fig.
1 fiero, irascible τρηχεῖς καὶ ἔκπυροι de un tipo de serpientes, Nic.Th.151 (text. dud.).
2 ardiente πίστις Gr.Nyss.V.Mos.66.10
neutr. plu. como adv. ἔκπυρα en fuego, de modo abrasador βαλάνισσα, τί μ' οὕτως ἔκπυρα λούεις; AP 5.82.

Greek Monolingual

ἔκπυρος, -ον (Α)
πολύ ζεστός
2. μτφ. ζωηρός, φλογερός.