ἀπώτερος

From LSJ
Revision as of 21:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπώτερος Medium diacritics: ἀπώτερος Low diacritics: απώτερος Capitals: ΑΠΩΤΕΡΟΣ
Transliteration A: apṓteros Transliteration B: apōteros Transliteration C: apoteros Beta Code: a)pw/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp., (ἀπό) A farther off, = μακρότερος, Suid.: neut. as Adv., ἡ ἀπώτερον (sc. γραμμή) Euc.3.15,al.; opp. ἔγγιον, Id.Phaen.p.4 M.

German (Pape)

[Seite 342] superl. ἀπώτατος (ἀπό), entfernter, der entfernteste, Sp., bes. von Verwandtschaft.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπώτερος: -α, -ον, συγκρ. (ἀπό), «μακρότερος» Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-α, -ον
adj. compar. de ἀπό más alejado c. gen. τούτων εἰς ἀπώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον llevado a un lugar más alejado aún que esos Pl.Lg.905a, cf. Sud.α 3678
neutr. como adv. más lejos ὅταν δὲ ἀπώτερον (ᾖ) Hero Spir.2.27, esp. subst. ἡ ἀπώτερον geom. y astron. ἀπώτερον (γραμμή) la línea más alejada respecto a un punto, Euc.3.7, 8, 15, Papp.244.25, Autol.Sphaer.7, (περιφέρεια) Papp.506.20, (γωνία) Papp.574.19, cf. Euc.Phaen.p.4.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπώτερος, -α, -ον) από
αυτός που βρίσκεται πιο μακριά συγκριτικά με κάποιον άλλο, ο πιο μακρινός
νεοελλ.
1. ο χρονικά μακρινός («το απώτερο μέλλον»)
2. «απώτεροι συγγενείς» — οι μακρινοί συγγενείς
3. «απώτερος σκοπός» — σκοπός, πρόθεση που αναφέρεται στο μέλλον
αρχ.
επίρρ. ἀπωτέρω
σε μεγαλύτερη απόσταση.