έφεση
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἔφεσις)
επιθυμία για απόκτηση, πόθος, προθυμία για κάτι, διάθεση, ροπή προς κάτι (α. «έφεση για μάθηση» β. «ἐλπίδων καὶ δόξης τῆς αληθοῡς περὶ τὸ ἄριστον ἔφεσις τρίτον ἕτερον», Πλάτ.)
νεοελλ.
(νομ.) ένδικο μέσο εναντίον δικαστικής αποφάσεως, με το οποίο ζητείται η επανεξέταση της υποθέσεως από ανώτερο δικαστήριο
μσν.-αρχ.
η μεταβίβαση μιας υποθέσεως από ένα δικαστήριο σε άλλο ανώτερο («ἔφεσις δὲ ἐστιν, ὅταν τις ἀπὸ διαιτητῶν ἤ αρχόντων ἤ δημοτών ἐπὶ δικαστὴν ἐφῇ, ή ἀπὸ βουλῆς ἐπὶ δῆμον, ἤ ἀπὸ δῆμον ἐπὶ δικαστήριον, ἤ ἀπὸ δικαστῶν ἐπὶ ξενικὸν δικαστήριον», Πολυδ.)
αρχ.
1. η ρίψη, το ρίξιμο, η εκτόξευση, το να ρίχνει κάτι κάποιος εναντίον ενός άλλου («ἡ τοῖς βέλεσιν ἔφεσις», Πλάτ.)
2. επιγρ. άδεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εφίημι, δηλ. επί + θ. ἑσ- (πρβλ. προστ. αορ. β' προσ. ἕς)].