ευφημισμός
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
ο (ΑΜ εὐφημισμός) ευφημίζω
1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία
2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες («ἔστι δὲ τὸ σχῆμα εὐφημισμός, ἀγαθῆ κλήσει περιστέλλον τὸ φαῡλον», Ευστ.)
3. φρ. «ἀπ' εὐφημισμοῡ» ή «κατ᾿ εὐφημισμόν» — με ευοίωνο αντί για δυσοίωνο ή δυσάρεστο όνομα.