επίπονος

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίπονος, -ον) πόνος
κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα
2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.)
3. αυτός που δεν αντέχει μεγάλη κούραση
4. (για οιωνούς) δυσοίωνος, αυτός που προμηνύει κακά
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπονον
κόπος, μόχθος.
επίρρ...
ἐπιπόνως και -α
1. με κόπο, κοπιαστικά, κουραστικά, δύσκολα
2. μτφ. με επιμέλεια, με φιλοπονία.