καταπυκνώνω

From LSJ
Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

(AM καταπυκνῶ, -όω)
πυκνώνω, συμπυκνώνω
αρχ.
1. (με αιτ. ή δοτ.) γεμίζω κάτι τελείως με κάποιο πράγμα
2. περιορίζω σε μικρή περιοχή, συμπτύσσω, συμπιέζω
3. μουσ. συμπληρώνω τα διαστήματα μουσικής κλίμακας
4. παθ. καταπυκνοῦμαι, -όομαι
α) είμαι εντελώς γεμάτος
β) γίνομαι συχνός
γ) (για είδη συλλογισμού) συμπυκνούμαι
5. φρ. α) (για έδαφος) «ἐλαίαις καταπυκνῶσθαι» — είμαι πυκνά φυτευμένος με ελιές
β) «καταπεπυκνῶσθαι πλήθει ἀστέρων» — είναι γεμάτο, διάσπαρτο με πλήθος αστέρων, Αριστοτ.
γ) «καταπεπύκνωται ή πραγματεία» — έχει γίνει συχνή η χρήση της, Πορφύρ.
δ) «εἰ μὴ καταπυκνοῡταί τι» — εάν δεν είναι πάντοτε εύκολο, εφαρμόσιμο
ε) «καταπεπυκνωμένη ἡδονή» — απόλυτη, τέλεια ηδονή.