πεντάπους
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
A v. πεντέπους.
German (Pape)
[Seite 557] ὁ, ἡ, fünffüßig, Arr.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάπους: ἴδε ἐν λ. πεντέπους.
Greek Monolingual
-ουν / πεντάπους και πεντέπους, -ουν, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε πόδια («πεντάπουν Ἑρμοῡ ἄγαλμα», Αρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + -πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. δί-πους].