υπερπηδώ

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

ὑπερπηδῶ, -άω, ΝΜΑ πηδῶ
1. πηδώ πάνω από κάτι, ξεπερνώ με πήδημα (α. «υπερπήδησε την τάφρο με ευκολία» β. «εἴθ' ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ», Αριστοφ.)
2. μτφ. α) εξουδετερώνω, υπερνικώ (α. «υπερπήδησε πολλά εμπόδια» β. «θεοῡ... πληγὴν οὐχ ὑπερεπήδησε βροτός», Σοφ.)
β) παραβαίνω (α. «υπερπήδησε όλους τους ηθικούς κανόνες για να φτάσει στην κορυφή» β. «δικαστήρια καὶ νόμιμα ἐκ παντὸς τοῦ χρόνου παραδεδομένα οὕτως ἀναιδῶς ὑπερπεπήδηκεν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
μτφ. (με αρνητική σημ.) παραγκωνίζω, υποσκελίζω («έγινε διευθυντής υπερπηδώντας όλους τους βαθμούς»)
αρχ.
1. διέρχομαι πάνω από κάτι με μεγάλη ορμή ή ταχύτητα
2. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω («τὰς ἄλλας ὑπερεπήδησε σωφροσύνῃ», Αιλ.).