τριβωνικῶς

From LSJ
Revision as of 13:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβωνικῶς Medium diacritics: τριβωνικῶς Low diacritics: τριβωνικώς Capitals: ΤΡΙΒΩΝΙΚΩΣ
Transliteration A: tribōnikō̂s Transliteration B: tribōnikōs Transliteration C: trivonikos Beta Code: tribwnikw=s

English (LSJ)

Adv. A in the fashion of a τρίβων (A), χλαῖναν ἀναβαλοῦ τ. Ar.V.1132.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβωνικῶς: Ἐπίρρ., τὸν τρίβων’ ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς, ὥσπερ τριβώνιον, Ἀριστοφ. Σφ. 1132.

French (Bailly abrégé)

adv.
en guise de surtout.
Étymologie: τρίβων.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σαν τριβώνιο («τὸν τρίβων' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῡ τριβωνικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. τριβωνικός (< τρίβων «είδος ενδύματος») + επιρρμ. κατάλ. -ῶς].

Greek Monotonic

τρῐβωνικῶς: επίρρ. όπως ο τρίβων, μυστηριωδώς, με πανουργία, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριβωνικῶς [τρίβων] adv., kom. woordspeling op τρίβων sub 1 en 2, op de manier van een versleten jas / geroutineerd.

Russian (Dvoretsky)

τρῐβωνικῶς: на манер рубища Arph.

Middle Liddell

like a τρίβων, cloak-wise, Ar.