τροῦλλος
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ὁ, a kind of vessel, ἐν τ. μεγάλῳ ὑελίνῳ περιπηλώσαντες Zos.Alch.p.164 B.; οὐκ ἐῶντες καπνὸν διὰ τοῦ τ. ἀναδοθῆναι ibid.
Greek (Liddell-Scott)
τροῦλλος: ὁ, θόλος ἐκκλησίας, Σύνοδος Κων/πόλεως Γ΄ 640, Μαλάλ. 489, 19, Στέφ. Διάκ. 1144D, Κωδινὸς 141.
Greek Monolingual
ο / τροῡλλος, ΝΜΑ, και τρούλος, Ν
νεοελλ.-μσν.
θολωτή στέγη, θόλος
αρχ.
είδος δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trulla «είδος δοχείου» με αλλαγή γένους, πιθ. κατά το θόλος, ο].
Russian (Dvoretsky)
τροῦλλος: ὁ (лат. trullus) купол Anth.