οικώ

From LSJ
Revision as of 22:10, 24 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ οἰκῶ, -έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) οίκος
1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον», Ηρόδ.
β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη
μσν.-αρχ.
μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου, εδρεύω (α. «τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ», Σοφ.
β. «οἰκῆσαν ψυχαῑς ὑμῶν σοφοί», Μηναί)
αρχ.
1. (ενεργ. και παθ.) εγκαθίσταμαι ως κάτοικος ή ως άποικος σε έναν τόπο (α. «οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν», Θουκ.
β. «τοῖσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με σπίτι ή με πόλη) διοικώ, κυβερνώοἴκει τὴν πόλιν ὁμοίως ὥσπερ τὸν πατρῷον οἶκον», Ισοκρ.)
3. μτφ. διευθύνω, κατευθύνω («μὴ τὸν ἐμὸν οἴκει νοῦν», Ευρ.)
4. (αμτβ.) α) (για άτομα, για οικογένειες ή και για ολόκληρα έθνη) έχω ως κατοικία μου, διαμένω («ναοῑσι δ' οἰκεῑς τοισίδ' ἢ κατὰ στέγας», Ευρ.)
β) κείμαι, ευρίσκομαι («πλεῖσται γὰρ πόλεις τῶν δεομένων τῆς θαλάττης περὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκοῦσι», Ξεν.)
γ) κυβερνώμαι, διοικούμαι («τίς τῶν πόλεων διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν;», Πλάτ.).