Πίσα

From LSJ
Revision as of 13:00, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πίσα Medium diacritics: Πίσα Low diacritics: Πίσα Capitals: ΠΙΣΑ
Transliteration A: Písa Transliteration B: Pisa Transliteration C: Pisa Beta Code: *pi/sa

English (LSJ)

or Πίση, Doric Πίσα, ης, ἡ, a fountain at Olympia (Str. 8.3.31), which gave a name to Olympia itself, Stesich. 90, Pi. O. 1.18, Hdt. 2.7, etc.; Adv. Πίσηθεν AP 7.390 (Antip. Thessalian); Πισαῖοι, οἱ, the people of Pisa, DS. 15.82; Adj. Πισαῖος, α, ον, Nic. Fr. 74.5, AP 6.350 (Crin.), etc.; — also Πισάτης, ου, ὁ, Pi. O. 9.68; fem. Πισᾶτις, -ιδος, ἐλαία ib. 4.13; ἡ Πισᾶτις (sc. γῆ) Str. 8.3.3; also ἡ Πισαία Paus. 5.1.6, etc. Pisa in Etruria, Plb. 2.16.2, etc.; elsewh. in plural Πίσαι, αἱ, Id. 2.27.1, etc. [Πισα in Pi., in other Poets Πισα.]


English (Slater)

Πῐςᾱ (-α, -ας, -ᾳ.) a city of Elis on the Alpheos near Olympia, and so
   a Olympia. Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις (O. 1.18) Πίσα μὲν Διός (O. 2.3) ἅ τε Πίσα με γεγωνεῖν (O. 3.9) βωμῷ μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ (O. 6.5) ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος (O. 8.9) ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας (O. 13.29) κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας (O. 14.23) ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν (N. 10.32) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2. 49.
   b strictly, the city itself. ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾷ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱός (O. 10.43)

Greek Monolingual

η / Πῑσα, -ης, και Πίση, δωρ. τ. Πίσα, ΝΑ
αρχ.
1. πόλη της Ηλείας, πρωτεύουσα της Πισάτιδος, όπου κατά τους μυθικούς χρόνους βασίλευε ο Οινόμαος και η οποία όφειλε το όνομά της είτε στον ήρωα Πίσο, γιο του Περιήρους και εγγονό του Αιόλου, είτε στη γειτονική της πηγή Πίσα
2. πόλη της Ετρουρίας, στη βόρεια όχθη του ποταμού Άρνου η οποία ιδρύθηκε είτε από Έλληνες Πισάτες, αποίκους από την ομώνυμης πόλη της Πελοποννήσου, είτε από Ετρούσκους, είτε από Λίγυρες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ βλ. λ. πῖσος].