ἀχρώματος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, A colourless, Pl.Phdr.247c, Plu.2.97b, etc. 2 unblushing, shameless, Suid. s.v. ἄχρωμος.
German (Pape)
[Seite 420] (χρῶμα), ohne Farbe, Plat. Phaedr. 247 c. Nach B. A. p. 475 = ἀναιδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρώματος: -ον, ὁ στερούμενος χρώματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 297Α. 2) ὁ μὴ ἐρυθριῶν, ἀναιδής, Α Β. 475, 9, Σουΐδ. ἐν λέξει ἄχρωμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans couleur.
Étymologie: ἀ, χρῶμα.
Spanish (DGE)
-ον
1 incoloro οὐσία Pl.Phdr.247c, Plu.2.97a, cf. Poll.5.169.
2 que no se ruboriza, desvergonzado Sud.s.u. ἄχρωμος.
Greek Monolingual
ἀχρώματος, -ον (Α)
1. ο χωρίς χρώμα, άχρωμος
2. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αδιάντροπος.
Greek Monotonic
ἀχρώματος: -ον (χρῶμα), άχρωμος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρώμᾰτος: Plat., Plut. = ἀχρωμάτιστος.
Middle Liddell
χρῶμα
colourless, Plat.