ἄχλοος

From LSJ
Revision as of 00:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχλοος Medium diacritics: ἄχλοος Low diacritics: άχλοος Capitals: ΑΧΛΟΟΣ
Transliteration A: áchloos Transliteration B: achloos Transliteration C: achloos Beta Code: a)/xloos

English (LSJ)

ον, contr. ἄχλους, ουν, (χλόα) A without herbage, E.Hel. 1327 (lyr.). II sere, withered, Opp.H.2.496. III discoloured, Hp.Coac.596.

German (Pape)

[Seite 418] zsgz. ἄχλους (χλόη), nicht grünend, πεδία γᾶς Eur. Hel. 1343; vertrocknet, verwelkt, Opp. Hal. 2, 496.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, ουν· (χλόα): ἄνευ χλόης, Εὐρ. Ἑλ. 1327. ΙΙ. ξηρός, μεμαραμμένος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 496.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 sans herbages;
2 sans verdure, desséché.
Étymologie: ἀ, χλόα.

Spanish (DGE)

-ον
1 que carece de vegetación, de verdor πεδία E.Hel.1327
que ha perdido el verdor, marchito ἔρνος Opp.H.2.496.
2 ref. sólo al color descolorido, amarillento διαχώρημα Hp.Coac.596.

Greek Monolingual

ἄχλοος, -ον (AM) και (συνηρημένο) ἄχλους, -ουν (Α) χλόη
ξερός, μαραμένος
αρχ.
ο χωρίς χλόη.

Greek Monotonic

ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, -ουν (χλόα), αυτός που δεν έχει χλόη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄχλοος: стяж. ἄχλους 2 лишенный зелени (πεδία γᾶς Eur.).

Middle Liddell

χλόα
without herbage, Eur.